αποβλάκωμα
Смотреть что такое "αποβλάκωμα" в других словарях:
αποβλάκωση — αποβλάκωση, η και αποβλάκωμα, το χαύνωση διανοητική, ξεμώραμα: Τέτοια αποβλάκωση σ αυτή την ηλικία πρώτη φορά βλέπω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απομωραίνω — ανα, άθηκα, αμένος 1. αποβλακώνω: Τον απομώραναν τον καημένο τον παππού τους τα παλιόπαιδα. 2. κάνω κάποιον να τα χάσει: Με τις αγριοφωνάρες του τ απομώρανε το παιδί. Ουσ. απομώρανση, η το αποβλάκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)